- χυμοποιώ
- (ε) μετ.1) превращать в сок; 2) физиол, превращать в химус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χυμοποιώ — έω, Ν μετατρέπω σε χυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυμός + ποιώ*] … Dictionary of Greek
χυμοποίηση — η, Ν (παλ. όρος) η μετατροπή τών τροφών σε χυμό κατά την πέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυμοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. χυμοποίησις, μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Δρακούλη] … Dictionary of Greek